αγωνιστικος

αγωνιστικος
    ἀγωνιστικός
    3
    1) пригодный для состязаний
    

(σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.)

    2) задорный, полемический
    

(λόγοι Arst., Plut.)

    3) склонный к спорам
    

(τῶν σοφῶν τις Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγωνιστικος" в других словарях:

  • ἀγωνιστικός — fit for contest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωνιστικός — ή, ό (Α ἀγωνιστικός, ή, όν) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αθλητικούς αγώνες ή σε οποιονδήποτε αγώνα 2. ο κατάλληλος για αγώνες αρχ. 1. ο κατάλληλος για αγώνα λόγων, εριστικός 2. (και για λογοτεχνικό ύφος) έντεχνος, λαμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • αγωνιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αγώνα: Το γυμναστήριο δεν είχε αρκετά αγωνιστικά όργανα. 2. αυτός που έχει την τάση να ανακατεύεται σε πολιτικούς ή κοινωνικούς αγώνες: Ήταν τύπος αγωνιστικός. 3. το θηλ., αγωνιστική ως ουσ., η τέχνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωνιστικά — ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc pl ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνιστικά̱ , ἀγωνιστικός fit for contest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτερον — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial comp ἀγωνιστικός fit for contest masc acc comp sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικωτέρων — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen comp pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικῶν — ἀγωνιστικός fit for contest fem gen pl ἀγωνιστικός fit for contest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικόν — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτατα — ἀγωνιστικός fit for contest adverbial superl ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικώτατον — ἀγωνιστικός fit for contest masc acc superl sg ἀγωνιστικός fit for contest neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιστικαῖς — ἀγωνιστικός fit for contest fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»